ΘΥΜΗΣΕΣ…
Ανάλαφρα σέρνουν τα φτέρουγα
εμπρός μου και περνούνε
σιωπηλά, κοπαδιαστά οι θύμησες
Είναι πολλές που έχουνε το χρόνο στη θωριά τους
και λίγες οι παρθενικές πως είχαν, έχουν…
«Όλη νύχτα λυσσομανούσαν νοτιάς και θάλασσα. Το κύμα με μύρια γιγάντια στόματα χιμούσε ακατάπαυστα στην αμμουδιά να την καταπιεί. Το φεγγάρι ξεγλίστρισε μέσ’ απ’ τα κουρελιασμένα, άβροχα σύννεφα και, καθώς έπαιρνε το δρόμο του, έριξε μια κλεφτή ματιά από μια χαραμάδα που άφηναν τα παραθυρόφυλλα του παραλιακού σπιτιού. Το ‘νοιωσε να του φωτίζει το πρόσωπο κι άνοιξε τα μισόκλειστά του μάτια. Για λίγο κοιτάχτηκαν, ύστερα το φεγγάρι χάθηκε από το παραθύρι κι εκείνος ξαναμισόκλεισε τα μάτια. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, του άρεσε αυτή η συνήθεια κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί να μισοκλείνει τα μάτια και να βυθίζεται σε ιστορίες και ταξίδια του νου και της ψυχής, που τις περισσότερες φορές ούτε αρχή είχαν ούτε κι ένα συγκεκριμένο τέλος. Ήταν και φορές που τα ταξίδια αυτά συνεχίζονταν μέσα στα όνειρα, μόνο που τότες σπάνια δεν μπλέκονταν με θλίψεις, χαμούς και εφιάλτες.
Η μάνα του μπήκε αθόρυβα στην κάμαρη και πιστεύοντας πως τον είχε πάρει ο ύπνος – γιατί εκείνος ήθελε πάντα να περνά μέσα μια ανάσα θαλασσινού αέρα – έκλεισε ερμητικά το παραθύρι. «Παλιόκαιρος… θα μας φάει η υγρασία» είπε ψιθυριστά, μάλλον για να τ’ ακούσει αυτός σε περίπτωση που δεν κοιμόταν και βγήκε έξω κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα. Στ’ αυτιά του ο αχός του κύματος μεταμορφώνονταν σε αδιάκοπες, υπόκωφες εκρήξεις και στα χείλη του αισθάνονταν μια γεύση νοτισμένης αλμύρας. Έσυρε περισσότερο τα σκεπάσματα πάνω του. Δεν άργησε να έρθει ο ύπνος, μαζί και κάποια αλησμόνητα όνειρα:
Νύχτα και καθισμένος μονάχος του στην αμμουδιά παρατηρούσε ένα πολύ μεγάλο ολόφωτο καράβι να αργοπλέει στο βάθος της θάλασσας που άστραφτε, απ’ τα τόσα φώτα, με ένα φως θαμπωτικό. Ξάφνου αισθάνθηκε ένα τράνταγμα και σαν νά ‘κουσε μια σύντομη υπόκωφη βοή. Όλα ηρέμησαν. Νοιώθοντας μέσα του ένα απροσδιόριστο φόβο σηκώθηκε απ΄την αμμουδιά και άνοιξε το βήμα του για το σπίτι. Μόνο λίγα βήματα μπόρεσε, καθώς η γή κάτω απ’ τα πόδια του άρχισε να σείεται έντονα και βρέθηκε πεσμένος στη άμμο. Προσπσθώντας να ξανασηκωθεί το τρομαγμένο βλέμμα του καρφώθηκε στο βάθος της θάλασσας. Είδε το μεγάλο ολόφωτο καράβι να έχει ανυψωθεί πάνω σ’ ένα τεράστιο κύμα, ελάχιστες στιγμές μετά γύρισε απότομα την πλώρη προς τα κάτω με το κύμα να το σκεπάζει κι αυτό να χάνεται μέσα σε φωτεινές εκρήξεις… Αισθάνθηκε κάτι σαν ανεπαίσθητο άγγιγμα στο μέτωπό του και η εικόνα που έβλεπε στο όνειρό του άλλαξε: Απομεσήμερο κι εκείνος περπατώντας στην ακρογιαλιά είχει φτάσει στο δυτικό άκρο και τώρα ανηφόριζε στο βουνό, με μια έντονη επιθυμία μέσα του ν΄ανέβει στο στο ξωκκλήσι του Προφήτη. «Πού πας μοναχός;» Μια γνωστή φωνή τον σταμάτησε. Ήταν ο φίλος των γονιών του που, κάθε ηλιοβασίλεμα επιστρέφοντας απ’ το μαντρί που είχει σ’ αυτό το βουνό, περνούσε μπροστά από το σπίτι τους καβάλα στο γαϊδουράκι του και τους καλησπέριζε. Κατηφορίζοντας τώρα από το βουνό - όπως πάντα πάνω στο γαϊδουράκι του - σταμάτησε μπροστά του. «Πού σού ‘ρθι μοναχός να πας πάνου;» «Έχω πολλά χρόνια ν’ ανέβω και είπα σήμερα να το κάνω.» «Πάμε πίσου. Τσι ‘γω βλέπ’ς νουρίς γυρίζου… Η μέρα δεν είν’ καλή για τέτοια. Ο γιαλός βαθιά θουλών’, τσι ούλου αυτό θάρθ’ προς τα δω. Σι κάνα δυο ώρες δε θα βλέπ’ς μπρουστά σ’. Πάμε πίσου. Ανεβαίν’ς μια άλλ’ μέρα.»
Στο σημείο αυτό ξύπνησα και προσπαθούσα να συνέλθω απ’ αυτά τα όνειρα. Δεν άκουγα καθόλου το βουητό της φουρτούνας. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και τράβηξα προς τα έξω. Άνοιξα την πόρτα κι αυτό που αντίκρισα με ξάφνιασε: Ξημέρωνε αλλόκοτα… Όλη η θάλασσα στο βάθος και το μισό νησί απέναντί μου είχαν χαθεί μέσα στη θαλασσινή ομίχλη που αργά-αργά έβγαινε προς τα έξω, καλύπτοντας τα πάντα. ( Η μάνα μου με φώναξε να μπω μέσα να μην κρυώσω. Πλησίαζε και η μέρα που θα φεύγαμε οικογενειακώς στην Αθήνα και η ψυχολογία όλων μας, αλλά ειδικά η δική μου και της μάνας μου - που όμως προσπαθούσε να το κρύψει - δεν ήταν καλή.) Μετά από μια ώρα όλα είχαν εξαφανιστεί μέσα στο λευκό της ομίχλης και το μόνο που ξέμακρα ξεχώριζε ήταν η κορυφή του βουνού με το ξωκλήσι του Προφήτη.».
Η γιαγιά μου Αγγελική (Ατζέλ’σα), που της διάβαζα τα παραπάνω, σταυροκοπήθηκε γι’ ακόμα μια φορά, μουρμουρίζοντας: «Ούλα καλά, ούλα καλά… Τσι τα όνείρατα τι Θιού είναι, το τι θα γίν’ μονάχα ο Θιός το ξέρ’. Καλά έκανες τσι τα θμήθκις τσι τά ‘γραψις να τα βγάλς από πάνου σ’.» Κούνησε το μπρίκι με τον καφέ, πάνω στη χόβολη του μαγκαλιού, που είχε σιγοβράσει και μοσχοβόλησε. «Όμορφα στόλ’σις του διντρέλ’, τσι όποιους του βλέπ’ στου παναθύρ’ του καμαρών’.» Την παρατηρούσα καθώς αργά- αργά τελετουργικά γέμιζε με καφέ τα «κουπάκια». Πιο ήρεμο, ταπεινό, γλυκό, καλό άνθρωπο – θυσία για δικούς και ξένους χωρίς ποτέ να παραπονεθεί και χωρίς ποτέ να ζητήσει τίποτα για τον εαυτό της – δεν γνώρισα στα τόσα χρόνια της ζωής μου κι ούτε πρόκειται να γνωρίσω. Δεν τη θυμάμαι ποτέ να έχει πει τη λέξη «εγώ», έλεγε «μεις». («Τι να πούμε μεις απλοί αθρώπ’.») Η γιαγιά Ατζέλ‘σα ήταν κατά κυριολεξία αυτό που λέμε «άγιος άνθρωπος» και αγαπημένη της εκκλησιά η «Παναγιά» και μετά το «Ταξιαρχέλ’» στη Φόν(ι)σσα. Είχα έρθει από την Αθήνα για Χριστούγεννα και έμενα στο σπίτι της. Εκεί όπου κατέφευγα και στα παιδικά μου χρόνια, όταν ήθελα ησυχία που στο δικό μας παραδίπλα σχεδόν ποτέ δεν υπήρχε καθώς ήμασταν αρκετοί και είχαμε και πολλές επισκέψεις συγγενών και γειτόνων. Χθες παρατηρούσα τη γιαγιά να φτιάχνει τις λαμπάδες βουτώντας κομμένους σπάγγους σε λιωμένο κερί που προέρχονταν από τις μέλισσες μιας φιλενάδας της που εκείνη τις φρόντιζε. Λαμπάδες και κεριά έφτιαχνε πάντα όλα τα χρόνια.
Τις μέρες αυτές κατέβαινα καθημερινά στο γιαλό, πήγαινα στο κλειστό μας σπίτι, στην Παναγιούδα, στη Βίγλα, στον Ψαροποταμό που είχε ενωθεί με τη θάλασσα, γυρόφερνα παντού να βλέπω, εικόνες αυτής της εποχής που πολύ μου είχαν λείψει και που τα επόμενα δεκάδες χρόνια πολλές φορές θα προγραμμάτιζα να ξαναδώ, αλλά πάντα θα μου το ανέτρεπαν οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Έτσι σε περίπου 50 χρόνια απουσίας, βρέθηκα 3 φορές για Χριστούγεννα στο χωριό, με αυτά στο σπίτι στο σπίτι της γιαγιάς μου να είναι τα πιο όμορφα.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!
Αντώνης Μεταξάς
Αφήστε μια απάντηση