Επιμέλεια : Καρύδης Νικόλαος
Τα παλιότερα Χριστούγεννα (της 10ετίας 1945-1955) ήταν διαφορετικά από τη σημερινή εποχή, γιατί δεν υπήρχε τόσο εξέλιξη και η οικονομική κατάσταση ήταν περιορισμένη.
Τα παιδιά περίμεναν με λαχτάρα να έρθουν τα Χριστούγεννα. Πήγαιναν πρόθυμα στα κάλαντα για να μαζέψουν χρήματα για τις οικογένειές τους. Κάποιοι, βέβαια, δεν έδιναν στα παιδιά χρήματα, γιατί δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια αλλά τα κερνούσαν διάφορα χειροποίητα γλυκά ή ντόπια σύκα. Τα παιδιά φορούσαν ρούχα τα οποία ήταν ραμμένα στο χέρι από τις γιαγιάδες τους.
Ανήμερα των Χριστουγέννων, όλοι οι κάτοικοι του χωριού ανυπομονούσαν να ακούσουν τις πρωινές χαρμόσυνες καμπάνες για να φύγουν στην εκκλησία. Όλοι πήγαιναν στην πρωινή Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων. Ήταν όλοι απλά ντυμένοι, με λίγα ρούχα. Οι γυναίκες και κυρίως οι ηλικιωμένες φορούσαν μακριές φούστες και μαντίλες, τις λεγόμενες «τζιμπέρια». Οι νεαρές κοπέλες είχαν κάπως πιο καλύτερες μαντίλες και άφηναν τα μαλλιά τους ελεύθερα τα οποία ήταν ακούρευτα από τότε που γεννήθηκαν. Οι άντρες πήγαιναν στην εκκλησία έχοντας μεγάλα, αξύριστα μουστάκια.
Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν κι αυτή μια ξεχωριστή μέρα. Ο κόσμος γύριζε στα σπίτια, τα οποία ήταν όλα ανοιχτά και έτοιμα να προσφέρουν γλυκίσματα στον επισκέπτη, και έλεγαν δυνατά «Καλημέρα τ’ Αγιού Βασ’λιού» Τα παιδιά πήγαιναν στα κάλαντα με την τσαμπούνα. Οι γυναίκες στα σπίτια έφτιαχναν την βασιλόπιτα. Ήταν πολύ διαφορετική από τις σημερινές. Τα υλικά για την παρασκευή της ήταν : αλεύρι , που το έφτιαχναν τρίβοντας το σιτάρι στις μυλόπετρες, βράσμα, λάδι και διάφορα βότανα και μυρωδικά. Οι γυναίκες άνοιγαν φύλλο με το κυλινδρικό ξύλο , τη ματσόβεργα. Ύστερα το έβαζαν σ’ ένα λαδωμένο ταψί, έριχναν τη ζάχαρη και τα μυρωδικά και το βάζαν στη φωτιά.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς μαζευόταν στο σπίτι όλη η οικογένεια. Το τραπέζι ήταν πλούσιο από διάφορους μεζέδες, όπως κεφτέδες, στραγάλια, φιστίκια και παστές σαρδέλες. Τα κορίτσια έπρεπε να φάνε κάτι παστό για να δούνε τον άντρα που θα παντρευτούν. Η βασιλόπιτα περιείχε ένα φλουρί, το οποίο όποιος το εύρισκε θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς. Στο τέλος όλοι άλλαζαν ευχές.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία. Αφού τέλειωνε η λειτουργία και η κοπή της πίτας πηγαίναν στο σπίτι για το ποδαρικό. Για να γίνει το ποδαρικό θα έπρεπε να έχουν ένα ρόδι, ένα κλωνάρι ελιάς με λίγο βαμβάκι στα κλαδιά της και ένα βαζάκι με τ’ αμίλητο νερό. Τα κορίτσια της γειτονιάς έπαιρναν ένα βαζάκι και έπρεπε να το γεμίσει με νερό δίχως να μιλήσει. Αν μιλούσε επαναλάμβανε τη διαδικασία από την αρχή. Όταν έκανε ο σπιτονοικοκύρης το ποδαρικό έλεγε διάφορες ευχές όπως : « Όσο λαφρύ ‘ναι του μπαμπάτσ’ ,τόσου λαφρύς να ‘ναι τσ ι χρόνους , τσι όσες είνι ο ρώγες τ’ ροδιού τόσες να ‘ναι τσ οι ευτυχίες.» Ύστερα ο νοικοκύρης έβγαζε ένα λόγο για να πάει καλά η χρονιά. Μετά έκοβαν τη βασιλόπιτα του σπιτιού και έλεγαν: «Σ΄δερουσύν’ , σ’δερουσύν’ γεια, χαρά, στουν Άΐ Βασίλ’»
Την επόμενη μέρα γύριζαν τα παιδιά στα σπίτια και έλεγαν: «Χτες γιουρτάζαν οι Άη Βασίληδες σήμερα γιορτάζουν τ’ αγιουβασλέλια.»
Παραμονή των Φώτων ο παπάς κάθε ενορίας γύριζε και φώτιζε ένα-ένα τα σπίτια κάνοντας αγιασμό και έλεγε: « Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…». Οι γυναίκες νήστευαν περιμένοντας τον παπά να αγιάσει το σπίτι τους και εκείνες να φιλήσουν το Σταυρό. Ανήμερα των Φώτων γινόταν ο Μέγας Αγιασμός στην εκκλησία και εν συνεχεία η βύθιση του Σταυρού στη θάλασσα της Ερεσού.
Αυτά τα έθιμα είναι διαφορετικά από τα σημερινά. Ας ελπίσουμε ότι θα αναγεννηθούν στην Ερεσό. Δεν πρέπει να σβήσουν για να μη χαθεί η παράδοση μας η οποία είναι και πολύ ξεχωριστή.
Αφήστε μια απάντηση