Γράφει ο κος Σπύρος Β. Πιπεράς
Το LIMC (Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae, δηλ. Εικονογραφικό Λεξικό των Κλασικών Μυθολογιών) είναι ένα μνημειώδες πολύτομο εγκυκλοπαιδικό λεξικό που καταλογοποιεί τις απεικονίσεις της Μυθολογίας στις πλαστικές τέχνες της κλασικής αρχαιότητας. Είναι γραμμένο - ανάλογα με την επιλογή του λημματογράφου - στ’ αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά ή ιταλικά, από πανεπιστημιακούς 40 χωρών. Θεωρείται απαραίτητο εργαλείο για κάθε ερευνητή και ίσως το πιο έγκυρο σημείο αναφοράς για αγαλματικούς τύπους της αρχαιότητας. Ξεκίνησε να εκδίδεται στα μέσα της δεκαετίας τού 1980.
Χρησιμοποιήσαμε την έκδοση που υπάρχει στην Βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Στην κατηγορία λοιπόν «b) Artemis Laphria et types proches», δηλ. «Άρτεμις Λαφρία και πλησιέστεροι τύποι», στη σελ. 641 τούLIMC, υπάρχουν 19 καταχωρήσεις από το Νο 191 έως και το Νο 209. Ακολουθεί δε η κατηγορία «c) Autres types. Type qui correspond a celui des monnaies d’ A. Laphria (cf 191)», δηλ. «Άλλοι τύποι. Τύπος που αντιστοιχεί σ’ εκείνον των νομισμάτων της Α. Λαφρίας (Νο 191)», με 37 επιπλέον καταχωρήσεις από το Νο 210 έως και το Νο 246.
Ανάμεσα λοιπόν στις 19 καταχωρήσεις της πρώτης ομάδας, με το Νο 204 διαβάζουμε:
«204. Μικρό άγαλμα. Κωνσταντινούπολη, Αρχαιολογ. Μουσείο, 121. Από την Λέσβο. [Η υπογράμμιση δική μας]. - Mendel, Sculpt II, 533 (121); Lippold, GrPl 311. Τέλος 4ου αι π.Χ. (Mendel); Μπορεί ακόμα να ανήκει στην εποχή του Αλεξάνδρου (Lippold). - Η Άρτεμις όρθια, με σταυρωμένα τα πόδια (με κοντό χιτώνα σε αναδίπλωση, χλαμύδα που περνάει στον αριστερό ώμο και είναι στριφογυρισμένη γύρω από τη μέση), αριστερό χέρι πάνω στον γοφό, με το δεξί χέρι να ακουμπά σε μια κολώνα. Πλησιάζει τις προηγούμενες [σ.σ. απεικονίσεις] από το ρουχισμό μάλλον παρά από το ύφος».
Σαν ένα απλό ερευνητή που ξεκινώντας από το τοπωνύμιο Λάφρη, στη δυτική Λέσβο, που προσπαθούσα να ανιχνεύσω τη σχέση του με τη λατρεία της αιτωλίδας Αρτέμιδος Λαφρίας στο νησί μας και ειδικότερα στην Ερεσία, μια τέτοια συνάντηση στο LIMC, με συγκλόνισε. Από το διαδίκτυο έμαθα πως ο Mendel(συντηρητής ο ίδιος) ήταν στην ομάδα των Γάλλων αρχαιολόγων που καλεσμένη από την Πύλη, οργάνωσαν τα αρχαιολογικά ευρήματα της τουρκικής επικράτειας, για λογαριασμό των Οθωμανών. Ο Gustave Mendelλοιπόν έκανε το σχετικό κατάλογο που υπάρχει στο διαδίκτυο στη διεύθυνση:http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k6313390k/f9.image και ο οποίος στη σελίδα 244, γράφει το 1914:
«533 (121) Μικρό άγαλμα της Αρτέμιδος.
Μυτιλήνη: Ανακαλύφθηκε περί το 1865 (σύμφωνα με τον κ. S. Reinach, Revue archéologique, l. Infra l., p.34) και στάλθηκε στο Μουσείο από τον Ισμαήλ πασά».
Ακολουθεί ένα δισέλιδο σχόλιο και περιγραφή του αγάλματος, καθώς και ένα πολύ ζωντανό σχεδίασμά του, τόσο όμορφο που καταλαβαίνεις γιατί η ανεύρεσή του δεν άφησε κάποια μνήμη - αντίστοιχη προς εκείνη που άφησε ας πούμε η «Αφροδίτη της Μήλου» στη Μήλο - στο νησί μας: Πρέπει να φυγαδεύτηκε στην Πόλη αμέσως μόλις βρέθηκε, πεσκέσι σε κάποιον υψηλόβαθμο Οθωμανό από τον Ισμαήλ πασά της Μυτιλήνης.
Μας κατάτρωγε βέβαια η περιέργεια σχετικά με το πού ακριβώς στο νησί μας βρέθηκε η τσαχπίνα κοπελιά από μάρμαρο… Τρέξαμε λοιπόν να βρούμε τα γραφτά του S. Reinach, που απ’ ό,τι λέει ο Mendel, πρέπει να είναι ο πιο παλιός δυτικός της τότε αρχαιολογικής κοινότητας που κατέγραψε κάτι για την ανακάλυψη της «Αρτέμιδος της Μυτιλήνης». Ας μην ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη ακόμα δεν έχει πάρει το νησί το αρχέγονό του όνομα Λέσβος, αλλά αποκαλείται σε δύση και ανατολή - και από τους κατοίκους του κατά συνεκδοχή προς την πρωτεύουσα - Μυτιλήνη. Ας σημειωθεί πως ο G. Mendel έχει στο συγκεκριμένο άρθρο μια πλουσιότατη βιβλιογραφία. Πριν το S. Reinach, αναφέρει τον Α. Dumont, που γράφοντας για το Μουσείο της Αγίας Ειρήνης (Βυζαντινό Μοναστήρι που είχε γίνει οπλοστάσιο και μετά υποτυπώδες μουσείο των Οθωμανών) απλά λέει το 1868, χωρίς αναφορά στην προέλευση του αγάλματος και χωρίς σιγουριά για το εάν πράγματι βλέπει την Αρτέμιδα:
«ΧΙΙΙ. Άγαλμα της Αρτέμιδας (;). Η θεά, ντυμένη με ένα κοντό ιμάτιο, σφιγμένο με ζώνη, βρίσκεται σε ανάπαυση. Εξαιρετική έκφραση νεότητας κι εντούτοις αξιοπρέπειας. Αξιοσημείωτη χάρις, παρά μια ατελή εκτέλεση. Κλειστή αίθουσα της Αγίας Ειρήνης. Λευκό μάρμαρο. Ύψος 1,20 μέτρα».
Μπορεί να μη βρήκαμε την αρχική παραπομπή τού S. Reinach, αλλά από την κυρίως βιβλιογραφία που παραθέτει ο G. Mendel, βρήκαμε ευτυχώς μια άλλη πιο σημαντική δημοσίευσή του: S. Reinach, «American Journal of Archaeology», I, 1885, p. 319 - 323. (http://www.jstor.org/stable/pdfplus/496414.pdf?&acceptTC=true&jpdConfirm...)
Εκεί, για το επίμαχο θέμα της ακριβούς λεσβιακής τοποθεσίας όπου βρέθηκε το άγαλμα της «Αρτέμιδος της Λέσβου» (τονίζουμε, όχι Μυτιλήνης κατά το LIMC), γράφει στην αρχή του άρθρου του στα 1885 ο S. Reinach, διότι φαίνεται να τον απασχόλησε έντονα:
«Η χαριτωμένη φιγούρα που αναπαράγεται στην πλάκα μας Νο ΙΧ, από μια όχι ιδιαίτερα ικανοποιητική φωτογραφία που τραβήχτηκε στην Κωνσταντινούπολη, είναι οπωσδήποτε ένα από τα πιο αξιοσημείωτα αγάλματα του Μουσείου Τσινλί-Κιοσκ, όπου τοποθετήθηκε το 1882, αφού παρέμεινε για κάποιο διάστημα στο Οπλοστάσιο της Αγίας Ειρήνης. Σύμφωνα με τον βραχύ και συχνά αναξιόπιστο κατάλογο, που τηρείται από τους αξιωματούχους του Μουσείου, ανακαλύφθηκε περίπου είκοσι χρόνια πριν στην Μυτιλήνη, κατά πόσον στην κυρίως πόλη ή κάπου αλλού στην Λέσβο, δεν γνωρίζουμε.»
Εντύπωση μας έκανε επίσης πως ο G. Mendel, στη βιβλιογραφία του, παραπέμπει και στο ελληνικό φιλολογικό περιοδικό «Παρνασσός», IV, 1880, σελ. 658, έκδοση του περίφημου και μέχρι σήμερα ενεργού ομώνυμου Φιλολογικού Συλλόγου, που έχει αρχίσει να εκδίδεται από το 1877. Προμηθευθήκαμε το σχετικό άρθρο, το οποίο περιγράφει την τελετή εγκαινίων του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινουπόλεως στις 4/16 Αυγούστου [του 1880]. Για το θέμα μας, απλά ανάμεσα στα αγάλματα που απαριθμεί, αναφέρει και μια Αρτέμιδα χωρίς λεπτομέρειες άλλες. Πιο συγκεκριμένα:
«… Εξ Εφέσου ήλθον επίσης πολλά και μάλιστα προϊόντα της αγγειοπλαστικής, εκτεθειμένα εν υαλοφράκτοις ερμαρίοις. Είδομεν δύο αναδυομένας Αφροδίτας, ων η μία κατά το πρότυπον του Πραξιτέλους, κεφαλήν Σεράπιδος, ανάγλυφον ωραίον Αρμοδίου και Αριστογείτονος, Άρτεμιν, Ήραν στεφανηφόρον κ.τ.λ.., κ.τ.λ.». [Η υπογράμμιση δική μας]
Στο συγκεκριμένο άρθρο όμως του «Παρνασσού» αξία έχει η αναφορά στον «Νεολόγο της Κωνσταντινουπόλεως» που φαίνεται να είναι το φύλλο της Πόλης με μεγάλη ενασχόληση στις αρχαιότητες. Επειδή λοιπόν ο «Νεολόγος» πρωτοεκδόθηκε το 1867, πιθανόν εάν ψάξει κανείς τα φύλλα του των δύο - τριών πρώτων χρόνων του, ίσως βει κάποια είδηση σχετικά με τη θέση εύρεσης της Αρτέμιδος της Λέσβου. Αξία ίσως έχουν εκτός του ονόματος του Γάλλου διευθυντή του Μουσείου Dethier, και τα ονόματα της ομογένειας Ι. Δ. Αριστοκλή, κοσμήτορα και συνεργάτη τού Dethier, του Γ. Ζαρίφη, αλλά και του πρίγκηπος (!) Καρατζά…
Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ «Αρτέμιδος της Λέσβου» και των απεικονίσεων της «DIANALAPHRIA» πάνω στα ρωμαϊκά νομίσματα της Πάτρας.
Ο πρώτος αγαλματικός τύπος, λόγω της εγχάρακτης λατινικής ονομασίας της Αρτέμιδος Λαφρίας (από τους 19 τύπους του LIMC), με No 191, είναι ο απεικονιζόμενος σε αρκετά νομίσματα των αυτοκρατορικών χρόνων που φέρουν τις λέξεις DIANA LAPHRIA και κόβονται από την Πάτρα προς τιμήν διαφόρων αυτοκρατόρων κατά τους πρώτους δύο μ.Χ. αιώνες: Οι Πατρινοί δεν ξεχνούν πως ο πρώτος αυτοκράτωρ, ο Οκταβιανός Αύγουστος, τους χάρισε το καλυδώνειο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αρτέμιδος Λαφρίας όταν κατέστρεψε την Καλυδώνα, διότι είχε συμπαραταχθεί με το Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα στο γειτονικό Άκτιο το 31 π.Χ….
Η απεικονιζόμενη στα νομίσματα αυτά Άρτεμις Λαφρία είναι όρθια με το δεξί της - όχι το αριστερό, όπως στο λεσβιακό άγαλμα - χέρι να ακουμπάει στο γοφό της. Με το αριστερό της χέρι κρατάει από το άνω μέρος του τόξο που ακουμπάει με το άλλο άκρο του σε χαμηλό βωμό ή σε κάποια άλλα στο έδαφος. Δυστυχώς στο άγαλμα της Αρτέμιδος της Λέσβου, το άλλο χέρι (δεξί) ακουμπάει με τον αγκώνα και τμήμα του πήχη πάνω σε κολώνα μεν, αλλά ο υπόλοιπος πήχης με τον καρπό και την παλάμη - που θα περίμενε κανείς να κρατάει τόξο - έχει χαθεί.
Σ’ ό,τι αφορά τώρα στη στάση των ποδιών, στα μεν νομίσματα τα πόδια είναι παράλληλα, με το δεξί να παίρνει το βάρος του σώματος ενώ το αριστερό να είναι λίγο λυγισμένο και να προβάλλεται λίγο μπροστά, ενώ στο λεσβιακό άγαλμα είναι σταυρωμένα έτσι ώστε η θεά να δείχνει πως βρίσκεται σε σαφέστερη στάση ανάπαυσης συγκρινόμενη προς τη στάση των νομισμάτων. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως σε κάθε περίπτωση κατά την προσωπική μας γνώμη, η στάση της θεάς που ξεκουράζεται - κατά τη γνώμη μας και στα νομίσματα - δεν μπορεί να χαρακτηριστεί γενικά σα «θηρεύουσα» όπως χρησιμοποιεί τη μετοχή ενεστώτος στην ονομαστική ο Παυσανίας. Ένας Παυσανίας που για άλλα αγάλματα της Αρτέμιδος είναι πολύ πιο λεπτομερειακός «τοξεύουσα», «ακοντίζουσα», «δάδας έχουσα», «βέλος δε εκ φαρέτρας λαμβάνουσα».
Κι όπως έχουν καταλήξει πολλοί μελετητές, δεν πρέπει να είδε στην Πάτρα αυτό το άγαλμα που απεικονίζεται στα νομίσματα των αυτοκρατορικών χρόνων με την επιγραφή DIANA LAPHRIA ο Παυσανίας, αλλά κάποιο άλλο. Εκείνο όμως που είναι κοινό στους αγαλματικούς τύπους της «Αρτέμιδος Λαφρίας» όπως προκύπτει κυρίως από το πιο ειδικευμένο Λεξικό που έχουμε, το LIMC, είναι το ντύσιμο και η εξάρτηση:
Κοντός χιτώνας (ενδεχομένως και με ιμάτιο από πάνω) που συγκρατείται με ζώνη, κάτω από το στήθος. Μπότες ή διφθέρες που προφυλάσσουν τις κνήμες από τα αγκάθια και τα κλαδιά κατά το τρέξιμο. Ιμάντας που κρατάει τη φαρέτρα που προβάλλει πάνω από το δεξιό ώμο, που τις περισσότερες φορές είναι ακάλυπτος για να μην εμποδίζει το τέντωμα της χορδής του τόξου. Χλαμύδα, η οποία όμως είναι τις πιο πολλές φορές στριφογυρισμένη και σαν κουλούρα τυλιγμένη γύρω από τη μέση ή λίγο πιο κάτω, ενώ μια άκρη της προβάλλει ή και πέφτει από το δεξιό ώμο προς τα εμπρός, μερικές φορές περνώντας και κάτω από την «κουλούρα» της μέσης.
Η χλαμύδα με τα έντονα χαρακτηριστικά (π.χ. «κουλούρα» στη μέση) που περιγράψαμε, είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τα αγάλματα από τα νομίσματα, όπως παρατηρεί το LIMC.
Σε κάθε περίπτωση, το ότι βρέθηκε άγαλμα Αρτέμιδος Λαφρίας στη Λέσβο έχει τεράστια σημασία για τη συγκεκριμένη λατρεία της στο νησί, ιδιαίτερα λόγω της περιοχής όπου βρίσκεται η Λάφρη, που είναι σε απόσταση 200 μέτρων από την κοιλάδα όπου εγκαταστάθηκαν - κουβαλώντας το συγκεκριμένο τοπωνύμιο και όχι μόνο - οι πρώτοι Έλληνες στη Λέσβο. Μένει να προσπαθήσουμε να ψάξουμε το πού βρέθηκε το άγαλμα.
Το τουρκικό Wikipedia λέει, ήδη στην αρχική σελίδα «İstanbul Arkeoloji Müzesi - Αrtemis», σα λεζάντα της φωτογραφίας του αγάλματος στα τουρκικά: «Άγαλμα της Αρτέμιδος που βρέθηκε στο νησί της Μυτιλήνης», ενώ η επίσημη πινακίδα του Μουσείου λέει «Άγαλμα της Αρτέμιδος» και στα αγγλικά και στα τουρκικά. Απευθυνθήκαμε στο Μουσείο της Πόλης στο οποίο ανήκει η «Άρτεμις της Λέσβου», που απλά μάς παρέπεμψε σε κάποια Διεύθυνση Μνημείων & Μουσείων του τουρκικού Υπουργείου Κουλτούρας & Τουρισμού, το οποίο δε μας απάντησε ακόμα…
Οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ανεύρεση της «Αρτέμιδος της Λέσβου», περί το 1865, θα τη δεχτούμε με ευγνωμοσύνη στην πιο κάτω ηλεκτρονική διεύθυνση.
* Για πληρέστερη κατανόηση του σημερινού άρθρου, θα ήταν χρήσιμη η ανάγνωση των πιο κάτω τριών προηγηθέντων άρθρων
Αφήστε μια απάντηση